- σανιδόδεσμος
- ο, Νδοκάρι ή ξύλινη σανίδα που χρησιμεύει ως οριζόντιος σύνδεσμος πασσάλων ή σανίδων που έχουν μπηχθεί στο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + δεσμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek